- καρπόδεσμος
- καρπό-δεσμος, ὁ,A bandage for wrist, Sor.Fasc.50, Cass.Fel.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπόδεσμος — καρπόδεσμος, ὁ (Α) το δέσιμο τού καρπού τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (ΙΙ) + δεσμός (< δέω [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
καρπόδεσμος — bandage for wrist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποδέσμοις — καρπόδεσμος bandage for wrist masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek